κάνδαυλος

κάνδαυλος
κάνδαυλος
Lydian dish
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κάνδαυλος — και κάνδυλος και εσφ. γρ. κάνδυτος, ὁ (Α) είδος εδέσματος ή γλυκίσματος τών Λυδών, που παρασκευαζόταν με ποικίλους τρόπους («κάνδυλος διὰ λαγῴων καὶ γάλακτος καὶ τυροῡ καὶ μέλιτος πέμμα ἐδώδιμον», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • κανδαύλου — κάνδαυλος Lydian dish masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανδαύλους — κάνδαυλος Lydian dish masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνδαυλον — κάνδαυλος Lydian dish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνδυλος — και κάνδαυλος, ὁ (Α) είδος γλυκίσματος, κατά τον Πολυδ. «ἐξ ἀμύλου, τυροῡ, γάλακτος καί μέλιτος», κάνδαυλος* …   Dictionary of Greek

  • κάνδυτος — κάνδυτος, ὁ (Α) εσφ. γρφ. αντί κάνδαυλος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”